http://www.youtube.com/watch?v=Jx3cyo31zAs
"... For your own people, at the time when you leave to emigrate you are
already as if dead, the evening table is laid and your place is empty. I
told them to weep for me for 40 days, and so it was. And we, if we die,
shall be forever sleeping peacefully. But those who do not give us papers
will never sleep peacefully. I want to say a few words to the Greek friends
I have made: You have entered my heart. We lived happily. And to all those
who brought us tribulations, and who robbed us of money: I forgive you as
though nothing happened. Farewell to you.
- Hassan, one of the 300 immigrant hunger
strikers
Forty days my father wept for me,
they’ve destroyed our country, I will go
to build a human life,
I will disdain the fences and mines.
I was born into poverty
schooled by necessity.
My dead-end days and my nights debris.
Traffickers stood before me,
they threw me into a black tub,
the wretched of the earth for cargo,
They set out upon the wild seas,
our breath severed upon the raging wave,
hope hanging from our eyes.
To these soils here I arrived,
vineyards, olive groves, in fields
I enriched my boss’s livelihood,
I had no voice, my job black labor,
closed in construction sites,
buried within cellars,
for insatiable beasts to feed upon my flesh.
Water and salt, 300 rocks
and a few grains of sugar
before they weighed me upon the scales,
. as I fade, fighting.
My sweat flowed within the cities
through streets, factories, shipyards.
My hands wounded by the Winters
as I bled for foreign greatness,
and supported the elders silent outcasts
upon their empty pillows
with a drop of care.
.
Those who legally bled me
calling my life contraband,
with sweating, straining, I produce,
but I find no justice in my cell.
And I dread their minions
who lie in ambush.
I look for my brothers, the
workers nearby.
Water and salt, 300 rocks
and a few grains of sugar
before they weigh me upon the scales,
. as I fade, fighting.
Death no longer scares me;
I die now beside my comrades.
My homeland is my raised fist
and the fight for my class rights.
I struggled to build a life and they
fought me,
those who hold all our toil as being
their own.
Water and salt, 300 rocks
and a few grains of sugar
before they weigh me upon the scales,
. as I fade, fighting.
Farewell to you.
Abdul, Nordin, Ahmed, immigrant worker
Hamid Hassan, my brother.
SUPPORTERS
24/2/2011
.
already as if dead, the evening table is laid and your place is empty. I
told them to weep for me for 40 days, and so it was. And we, if we die,
shall be forever sleeping peacefully. But those who do not give us papers
will never sleep peacefully. I want to say a few words to the Greek friends
I have made: You have entered my heart. We lived happily. And to all those
who brought us tribulations, and who robbed us of money: I forgive you as
though nothing happened. Farewell to you.
- Hassan, one of the 300 immigrant hunger
strikers
Forty days my father wept for me,
they’ve destroyed our country, I will go
to build a human life,
I will disdain the fences and mines.
I was born into poverty
schooled by necessity.
My dead-end days and my nights debris.
Traffickers stood before me,
they threw me into a black tub,
the wretched of the earth for cargo,
They set out upon the wild seas,
our breath severed upon the raging wave,
hope hanging from our eyes.
To these soils here I arrived,
vineyards, olive groves, in fields
I enriched my boss’s livelihood,
I had no voice, my job black labor,
closed in construction sites,
buried within cellars,
for insatiable beasts to feed upon my flesh.
Water and salt, 300 rocks
and a few grains of sugar
before they weighed me upon the scales,
. as I fade, fighting.
My sweat flowed within the cities
through streets, factories, shipyards.
My hands wounded by the Winters
as I bled for foreign greatness,
and supported the elders silent outcasts
upon their empty pillows
with a drop of care.
.
Those who legally bled me
calling my life contraband,
with sweating, straining, I produce,
but I find no justice in my cell.
And I dread their minions
who lie in ambush.
I look for my brothers, the
workers nearby.
Water and salt, 300 rocks
and a few grains of sugar
before they weigh me upon the scales,
. as I fade, fighting.
Death no longer scares me;
I die now beside my comrades.
My homeland is my raised fist
and the fight for my class rights.
I struggled to build a life and they
fought me,
those who hold all our toil as being
their own.
Water and salt, 300 rocks
and a few grains of sugar
before they weigh me upon the scales,
. as I fade, fighting.
Farewell to you.
Abdul, Nordin, Ahmed, immigrant worker
Hamid Hassan, my brother.
SUPPORTERS
24/2/2011
.
Τραγούδι των Υπεραστικών για τους 300
Μαρτίου 1, 2011
«…Για τους δικούς σου, από την ώρα που φεύγεις μετανάστης είσαι ήδη σαν νεκρός, στρώνουν κάθε βράδυ τραπέζι κι εσύ λείπεις. Τους είπα να με κλάψουν 40 μέρες, κι αυτό ήταν. Κι εμείς αν πεθάνουμε, θα κοιμόμαστε για πάντα ήσυχοι. Όμως, αυτοί που δε μας δίνουν μια σφραγίδα δε θα κοιμούνται ήσυχοι ποτέ. Θέλω να πω και μια κουβέντα στους Έλληνες φίλους που έκανα: μπήκατε στην καρδιά μου. Ζήσαμε ευτυχισμένοι. Και σε όλους αυτούς που μας φέρθηκαν άσχημα, μας έφαγαν λεφτά: σας τα χαρίζω, σαν να μην έχει γίνει τίποτα. Αντίο σας».
Χασάν.
Ένας από τους 300 εργάτες μετανάστες απεργούς πείνας.
Νερό κι αλάτι
Σαράντα μέρες κλάψε με πατέρα,
ρημάξανε τον τόπο μας, θα φύγω.
Ανθρώπινη ζωή θα πάω να χτίσω,
τους φράχτες και τις νάρκες θ’ αψηφήσω.
Στη φτώχεια που γεννήθηκα η ανάγκη με παιδεύει.
Αδιέξοδες οι μέρες μου κι οι νύχτες μου συντρίμμια.
Δουλέμποροι σταθήκανε μπροστά μου,
σε μαύρα σαπιοκάραβα με ρίξαν.
Με φόρτωμα της γης τους κολασμένους
στα άγρια τα πελάγη ξανοιχτήκαν.
Στο κύμα που λυσσομανά η ανάσα μας κομμένη,
να κρέμεται απ’ το βλέμμα μας μια τόση δα ελπίδα.
Σε τούτα εδώ τα χώματα που ήρθα,
στ’ αμπέλια, στις ελιές, μέσα στους κάμπους
αβγάτιζα το βιος του αφεντικού μου,
φωνή δεν είχα, μαύρη η δουλειά μου.
Κλεισμένος σ’ εργοτάξια, θαμμένος σε υπόγεια,
να τρέφονται απ’ τη σάρκα μου αχόρταγα θηρία.
Νερό κι αλάτι, 300 βράχοι
και λίγοι κόκκοι ζάχαρης, πριν με μετρήσει η ζυγαριά να αργοσβήνω, πολεμώντας.
Ο ιδρώτας μου κυλούσε μες στις πόλεις,
σε δρόμους, εργοστάσια, ναυπηγεία.
Τα χέρια μου πληγιάζαν στους χειμώνες
που μάτωνα για ξένα μεγαλεία.
Και στήριγμα στους γέροντες που απόβλητοι σωπαίναν.
Στο άδειο προσκεφάλι τους μια στάλα από φροντίδα.
Αυτοί που νόμιμα μ’ απομυζούσαν
λαθραία ονομάσαν τη ζωή μου,
να ιδρώνω, να κοπιάζω, να παράγω,
μα δίκιο να μη βρίσκω στο κελί μου.
Και τρέμω τα τσιράκια τους που με παραφυλάνε.
Γυρεύω τα αδέρφια μου, τους ντόπιους τους εργάτες.
Νερό κι αλάτι, 300 βράχοι
και λίγοι κόκκοι ζάχαρης, πριν με μετρήσει η ζυγαριά να αργοσβήνω, πολεμώντας.
Ο θάνατος πια δε θα με τρομάξει,
πεθαίνω τώρα πλάι σε συντρόφους.
Πατρίδα μου είναι η σφιχτή γροθιά μου
κι ο αγώνας για της τάξης μου τα δίκια.
Ζωή να χτίσω πάλεψα κι αυτοί με πολεμάνε.
Αυτοί που όλο το μόχθο μας δικό τους τον κρατάνε.
Νερό κι αλάτι, 300 βράχοι
και λίγοι κόκκοι ζάχαρης, πριν με μετρήσει η ζυγαριά να αργοσβήνω, πολεμώντας.
Αντίο σας.
Αμπντούλ, Νορντίν, Αχμέντ, Χαμίντ, Χασάν.
Εργάτη μετανάστη, αδερφέ μου.
ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ
24/2/2011
Keine Kommentare:
Kommentar veröffentlichen